- διάκοσμος
- διάκοσμοςbattle-ordermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάκοσμος — ο (Α διάκοσμος) [κόσμος] μσν. νεοελλ. 1. όλα όσα χρησιμεύουν στη διακόσμηση, τα στολίδια νεοελλ. 1. η διακοσμητική σύνθεση ως σύνολο 2. ο ρυθμός μιας διακοσμητικής σύνθεσης 3. φρ. «σκηνικός διάκοσμος» τα σκηνικά, ο φωτισμός, και όλα τα τεχνικά… … Dictionary of Greek
διάκοσμος — ο το σύνολο στοιχείων που χρησιμοποιούνται στη διακόσμηση, τα στολίδια: Η αίθουσα είχε χριστουγεννιάτικο διάκοσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακόσμοις — διάκοσμος battle order masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμου — διάκοσμος battle order masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμους — διάκοσμος battle order masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμων — διάκοσμος battle order masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμῳ — διάκοσμος battle order masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοσμε — διάκοσμος battle order masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοσμοι — διάκοσμος battle order masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάκοσμον — διάκοσμος battle order masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)